Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Ήταν λέει...

...ένα παράξενο κουρδιστό παιχνιδάκι, ψιλοσκουριασμένο
ψιλοξεβγαλμένο, λίγο βρώμικο, λίγο ξεχαρβαλωμένο, τεσπά
έμοιαζε με ανθρωπάκι μόνο που έτσι όπως είχε λυγίσει κ το κεφαλάκι
του λίγο είχε κρεμάσει, έμοιαζε περισσότερο με σκυλάκι.
Κοίταξε το σκυλάκι-ανθρωπακι, μια μεγάλη πόρτα. Σκέφτηκε πώς ίσως
να υπήρχε από κει πίσω, αυτό που ψαχνε! Τώρα τί; Αυτο ούτε εγώ
το γνωρίζω! Άνοιξε λοιπόν την πόρτα και πράγματι βρήκε πολλά απ αυτά που ζητούσε,
άν όχι όλα, μόνο που εκείνα δεν ζητούσαν εκείνο. Κι έτσι ξαναγύρισε πίσω!
Τώρα πού; Θα σας γελάσω! Τώρα πώς;Πάλι δε θα σας φανώ χρήσιμη!
Τώρα τί θέλει να μας πεί η ιστορία; Ότι κ να πώ , ψέμα θα ' ναι.
Πάντως ότι κ να ΄γινε, νομίζω πώς για καλό ήταν! Γιατί ώς εκ' θαύματος
το παιχνιδάκι, από τότε που γύρισε πίσω, έπαψε να γυρεύει ολά όσα
έκρυβαν οι πόρτες κ μάλιστα , αντί να ψάχνει, είχε αποφασίσει να φιάξει
εκείνο μια πόρτα.Μια μικρή πορτούλα, δική του! Κ όποιος ήθελε άς
την άνοιγε, γιατί όχι;Μπορεί να έβρισκαν κάτι κ όλοι μαζί ίσως να έχτιζαν
μια άλλη πορτα και κάθε φορά, όσοι ανακαλύπταν την πορτούλα, να εφιαχναν ακόμα μία
και άλλη μια κ...ποιός ξέρει, ίσως έτσι με αυτόν τον τρόπο, αυτά που κάποτε ζητούσε
να μην τα χρειαζότανε πιά! Κ να τους έκλεινε την πόρτα! Άλλα ότι κ να λέμε
απ ότι έχω ακούσει, το ανθρωπακι-σκυλάκι, δεν έχει καταφέρει ακόμα τίποτα
γιατί έφιαξε μια πορτα που είναι μόνιμα ανοιχτή κ ξέρετε αυτό δεν βολεύει!
Για όλοι έχουν μάθει να βρίσκουν πόρτες κλειστές! Βλέπετε μια πόρτα ανοιχτή
δεν έχει κάτι να κρύψει και πολλοί δεν το αντέχουν αυτο!Εχουν μάθει όλοι
να κρυβουν, να κρύβονται και να κλείνονται! Κι οι ανοιχτές πορτούλες, τους τρομάζουν!
Υποθέτουν πώς για να είναι ανοιχτές, κάτι έχουν να κρύψουν....χαχα! Η ειρωνία του πράγματος!
Πορτες ανοιχτές και πόρτες κλειστές......τίποτα δε γίνετε, όπως τα θές!
Να με συμπαθάτε, αλλά θα σας συμβούλευα να αγνοήσετε  τούτη την ιστορία
ή ακόμα καλύτερα, ας μη με συμπαθάτε.....αλλά παρ όλ' αυτά, αγνοήστε την!
Δεν ξέρω τί φταίει! Ισως οι πόρτες του μυαλού μου! Ίσως οι λαβυρινθώδεις στοές μου
ίσως τα στενά σκοτεινά σοκκάκια, που χα ξεχασμένα, ίσως ........να μην έχω πια
τίποτα να πώ; Φτάσαμε σε αδιέξοδο λοιπόν; Τόσο γρήγορα; Ναί ίσως, να είναι  κι έτσι.
Δεν ξέρω! Φιλί!...Και ίσως μια αγκαλιά ανοιχτή!...



Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011


Η ΚΟΠΕΛΑ ΠΟΥ ΤΡΑΒΑΓΕ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΚΟΥΠΙ ΚΑΙ Ο ΑΣΤΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ

Η κοπέλα με την βάρκα, που ήταν φτιαγμένη από όνειρα, πληγές, αναμνήσεις και στιγμές, ήταν καταδικασμένη να τραβάει συνεχώς κουπί χωρίς ποτέ της να σταματά.Κάποιος, κάποτε, που τώρα πιά αδυνατούσε να θυμηθεί, της είχε πεί να στοχεύσει σε εκείνο το σημείο, όπου ο Ουρανός και η Θάλασσα ενώνονται, γιατί εκεί βρίσκεται η Ευτηχία!Κι από τότε εκείνη, ταξίδευε με την βάρκα της και τράβαγε συνεχώς το κουπί, οδεύοντας πρός εκείνο το σημείο. 
Κάποιες φορές είχε και τη βοήθεια των δελφινιών που της έσπρωχναν πότε-πότε την βάρκα, για να την ξεκουράζουν και άλλων θαλάσσιων φιλικών όντων, που ήθελαν να μοιράζονται την ταλαιπωρία της.Μα κι εκείνα δεν μπορούσαν να την συντροφέυουν συνεχώς, γιατί είχαν τις δικές τους δουλειές και γιατί καμμιά φορά, έχαναν κι εκείνα τον δρόμο τους, ψάχνωντας την δική τους Ευτηχία ή κουράζονταν ή ξεχνιόντουσαν παίζοντας και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι δρόμοι τους χώριζαν και η κοπέλα έμενε μόνη ξανά.
Σε κάτι τέτοιες στιγμές πραγματικά σκεφτόταν να τα παρατήσει, ν' αφήσει το κουπί απ' τα χέρια και να αφήσει την Θάλασσα να την παρασύρει! Όμως , όταν φανταζόταν το σημείο όπου ο Ουρανός και η Θάλασσα ενώνονται, συνέχιζε να τραβάει πάλι το κουπί.Και μάλιστα με πιότερο πείσμα από πρίν.Ύπήρξε όμως ένα βράδυ που πράγματι, ένιωσε τόσο πολύ κουρασμένη, όχι τόσο από το κουπί αλλά απ' τη μοναξιά, τόσο ώστε αποφάσισε να αφήσει το κουπί απ' τα χέρια.Έστρεψε το βλέμμα της πρός το Ουράνιο Στερέωμα, ακούγοντας τους Ήχους της Θάλασσας και τότε το είδε.Ένα Άστρο ερχόταν πρός τη μεριά της, με φοβερή ταχύτητα και καβάλα πάνω του, ήταν ένας άντρας, κατάλευκος και φωτεινός, όσο και τ' Άστρο! Προσγειώθηκε ήρεμα μές την βάρκα της, έπιασε το κουπί και το ακούμπησε πλάι της.Ύστερα της χαμογέλασε, την πήρε μές την φωτεινή του αγκαλιά και της έκανε Έρωτα. Με τη φωνή του! Ψιθυρίζοντάς της ιστορίες αγάπης και ποιήματα απαλά μες τ' αυτί της! Ύστερα, ανέβηκε πάλι πάνω στ΄Άστρο και έφυγε! Ακριβώς όπως και ήρθε. Απρόοπτα και ήρεμα!!Τότε συνέβη κάτι παράξενο. Όταν η κοπέλα ξανάπιασε το κουπί στα χέρια της, δεν της φαινόταν πια βαρύ, η βάρκα ταξίδευε πολύ πιο ανάλαφρα και η ίδια ένιωθε τόσο ξεκούραστη!Με τον καιρό, το ταξίδι της γινόταν ολοένα και πιό ευχάριστο! Κι όταν καμμιά φορά ο Αστεράνθρωπος, την ένιωθε κουρασμένη ή αποκαρδιωμένη, τότε κατέβαινε στην βάρκα της, καβάλα πάνω στ Άστρο του και της έκανε Έρωτα! 
Σιγά-σιγά, όσο ο καιρός περνούσε, η κοπέλα ίσα που τράβαγε το κουπί, καθώς η βάρκα ταξίδευε σχεδόν μόνη της και το σημείο, όπου ο Ουρανός και η Θάλασσα ενώνονται, άρχισε να αχνοφαίνεται!.


Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Το Ξωτικό της Λάσπης και το Φιλικό Φίδι


Περπατούσε ανάλαφρο ανάμεσα απ' τις ψηλές λυγερόκορμες καλαμιές και τα μουχλιασμένα βρύα.Παχιά κιτρινωπή ομίχλη κι υγρασία!!Γλιστεροί βούρκοι, γεμάτοι λασπόνερα και βρώμικες, χωμάτινες λακκουβίτσες. Μια αραχνούφαντη θολούρα,πλεγμένη απ' τους ήχους της σιωπής και τη θαλπωρη μιας υπόκωφης, ξεχασμένης, νοσταλγικήςνύχτας! Έμοιαζε όλο το σκηνικό να έχει στηθεί μοναχά για εκείνο. Για να κυλιστεί χαρούμενο,γεμάτο από αμέριμνη, ρομαντική αφέλεια και αφτιασίδωτη, άσεμνη παιδικότητα, σε μία σαχλαμαράτα, που του ήταν αναγκαία!Αφέθηκε στους πηχτούς θορύβους της λάσπης. Παχιά, απολαυστική!!Χρωματισμένη με τις αχνές αντάυγειες των μουχλιασμένων βρύων, που την έκαναν να μοιάζει με τέρας του βάλτου.
Το ξωτικό της λάσπης ένιωσε ιδιαίτερη χαρά που την εξέφρασε με πλούσιες απλωτές τσαλαβούτες.Χόρευε με το πρασινωπό, παχύρρευστο “τέρας”, καθώς οι ψηλές καλαμιές το προστάτευαν από τα λαίμαργα, αδηφάγα μάτια ανεπιθύμητων επισκεπτών. Βούλιαζε γεμάτο από ευδαιμονική  λατρεία, στον πάτο μιας απρόβλεπτης, κωμικής ξιπασιάς που κατά έναν τραγικό τρόπο, το μεταμόρφωνε! Ένιωθε τόσο καθαρό, τόσο αθώο, τόσο ξέγνοιαστο!! Ποτέ πρίν η λάσπη, δεν του είχε φανεί τόσο λυτρωτική!Τα πάντα ήταν στημένα τόσο ιδανικά, τόσο συγκεκριμένα.Με την κάθε λεπτομέρεια συγυρισμένη μέν, όχι φτιασιδωμένη!Ακριβέστατη, πλύν αυτοσχέδια. Όλα τριγύρω ήταν κατά πώς πρέπει, χωρίς καμμιά απολύτως πρόβα. Το όλο σκηνικό ήτανε στημένο με τον πιό φυσικό τρόπο, γι αυτό και ευδοκίμησε!Το ξωτικό της λάσπης ένιωθε ολοκληρωτικά τη γενναιοδωρία της φύσης, μετατρέποντας έτσι τη χαρά του, σε ευφορία. Τη νοσταλγικότητα του τοπίου, σε τρυφερή συγκίνηση και τους νυχτόβιους σιωπηρούς ήχους, σε μουσική!..
Και μέσα σε όλο αυτό το παραλυρυτικό συνονθύλευμα των συναισθημάτων και των αισθήσεων, ήρθε να μεστώσει την όλη κατάσταση, η συντροφιά ενός φιδιού. Φιλικό, όσο και η λάσπη! Λυτρωτικό, όπως κι εκείνη! Με ένα γλυκό, ανεπαίσθητο και έντονο συγχρόνως, σφύριγμα, όπως των λυγερόκορμων καλαμιών όταν θροϊζουν. Όμορφο σαν τη νύχτα! Ευδαιμονικό, εωσφορικό!! Με δυό κατάμαυρα μάτια, που έκρυβαν άστρα μέσα τους.Κατάλευκο και λείο, σαν την κοφτερή λεπίδα ενός σπαθιού, όταν γυαλίζει υπό το φώς ενός ισχνού ημισέληνου! Απαλό και τραχύ μαζί. Γελαστό με μιαν ήπια σοβαρότητα στην ανάρια κινήσή του! Πλησίασε το παιχνιδιάρικο, λασπιάρικο ξωτικό. Αργά, νωχελικά, φιδίσια! Σύρθηκε πλάι του, τυλίχτηκε γύρω του... Φιλικά, ερωτικά, αισθαντικά!
Και το χαρούμενο ξωτικό συνέχιζε να βυθίζεται στον λυτρωτικό του λάκκο με τον δικό του αδέξιο, άδολο τρόπο, ενώ το φίδι τυλιγόταν παντού γύρω του, πάνω του, υπάκουα, αναντίρρητα,εκστατικά! Σχεδόν παρακαλεστά. Να νιώσει κι εκείνο την λυτρωτική θέρμη του βούρκου.Τους θορύβους της παχύρρευστης, λασπώδης μάζας. Τους ήχους της! Ήχοι παχιοί, ογκώδεις.Ήχοι γεμάτοι, όχι όμως βαριοί. Ήχοι που δεν υπόσχονταν τίποτα αλλά, που επιφυλλούσαν ανύποπτες εκπλήξεις!!Το ξωτικό της λάσπης ένιωσε για πρώτη του φορά πώς δεν ήτανε μόνο. Για πρώτη και ίσως μοναδική φορά, πώς δεν το σιχαίνονταν! Για μοναδική κι ίσως τελευταία φορά, πώς το δέχονταν!Πώς το δέχονταν, όχι με όλη του την λασπίλα, αλλά για την λασπίλα!Πώς το αγάπησαν! Πώς το αγάπησαν, όχι με όλη του την βρωμιά, αλλά για την βρωμιά!Το φιλικό φίδι τυλίχτηκε όλο αγάπη γύρω απ' το λασπιάρικο ξωτικό. Βυθίστηκαν παρέα, μέσα σε ένα δικό τους διονυσιακό γλέντι γεμάτοι από τρυφερά χάχανα και βρώμικα παιχνιδίσματα!Η λάσπη τους καλοσώριζε σχεδόν με μητρική θαλπωρή και πατρική ζέση. Χαθήκαν μές την κιτρινωπή, υγρή, ομιχλώδη μούχλα, συντροφιά με τα ελώδη, πρασινωπά βρύα και τα σφυρίγματα των ψηλών καλαμιών. Δεν ένιωθαν βρώμικοι!Ένιωθαν καθαροί και ξέγνοιαστοι!! Σαν δυό μικρά παιδιά, που δεν έχουν προλάβει ακόμα να τα ενοχοποιήσουν για την ύπαρξή τους!