Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Ήταν λέει...

...ένα παράξενο κουρδιστό παιχνιδάκι, ψιλοσκουριασμένο
ψιλοξεβγαλμένο, λίγο βρώμικο, λίγο ξεχαρβαλωμένο, τεσπά
έμοιαζε με ανθρωπάκι μόνο που έτσι όπως είχε λυγίσει κ το κεφαλάκι
του λίγο είχε κρεμάσει, έμοιαζε περισσότερο με σκυλάκι.
Κοίταξε το σκυλάκι-ανθρωπακι, μια μεγάλη πόρτα. Σκέφτηκε πώς ίσως
να υπήρχε από κει πίσω, αυτό που ψαχνε! Τώρα τί; Αυτο ούτε εγώ
το γνωρίζω! Άνοιξε λοιπόν την πόρτα και πράγματι βρήκε πολλά απ αυτά που ζητούσε,
άν όχι όλα, μόνο που εκείνα δεν ζητούσαν εκείνο. Κι έτσι ξαναγύρισε πίσω!
Τώρα πού; Θα σας γελάσω! Τώρα πώς;Πάλι δε θα σας φανώ χρήσιμη!
Τώρα τί θέλει να μας πεί η ιστορία; Ότι κ να πώ , ψέμα θα ' ναι.
Πάντως ότι κ να ΄γινε, νομίζω πώς για καλό ήταν! Γιατί ώς εκ' θαύματος
το παιχνιδάκι, από τότε που γύρισε πίσω, έπαψε να γυρεύει ολά όσα
έκρυβαν οι πόρτες κ μάλιστα , αντί να ψάχνει, είχε αποφασίσει να φιάξει
εκείνο μια πόρτα.Μια μικρή πορτούλα, δική του! Κ όποιος ήθελε άς
την άνοιγε, γιατί όχι;Μπορεί να έβρισκαν κάτι κ όλοι μαζί ίσως να έχτιζαν
μια άλλη πορτα και κάθε φορά, όσοι ανακαλύπταν την πορτούλα, να εφιαχναν ακόμα μία
και άλλη μια κ...ποιός ξέρει, ίσως έτσι με αυτόν τον τρόπο, αυτά που κάποτε ζητούσε
να μην τα χρειαζότανε πιά! Κ να τους έκλεινε την πόρτα! Άλλα ότι κ να λέμε
απ ότι έχω ακούσει, το ανθρωπακι-σκυλάκι, δεν έχει καταφέρει ακόμα τίποτα
γιατί έφιαξε μια πορτα που είναι μόνιμα ανοιχτή κ ξέρετε αυτό δεν βολεύει!
Για όλοι έχουν μάθει να βρίσκουν πόρτες κλειστές! Βλέπετε μια πόρτα ανοιχτή
δεν έχει κάτι να κρύψει και πολλοί δεν το αντέχουν αυτο!Εχουν μάθει όλοι
να κρυβουν, να κρύβονται και να κλείνονται! Κι οι ανοιχτές πορτούλες, τους τρομάζουν!
Υποθέτουν πώς για να είναι ανοιχτές, κάτι έχουν να κρύψουν....χαχα! Η ειρωνία του πράγματος!
Πορτες ανοιχτές και πόρτες κλειστές......τίποτα δε γίνετε, όπως τα θές!
Να με συμπαθάτε, αλλά θα σας συμβούλευα να αγνοήσετε  τούτη την ιστορία
ή ακόμα καλύτερα, ας μη με συμπαθάτε.....αλλά παρ όλ' αυτά, αγνοήστε την!
Δεν ξέρω τί φταίει! Ισως οι πόρτες του μυαλού μου! Ίσως οι λαβυρινθώδεις στοές μου
ίσως τα στενά σκοτεινά σοκκάκια, που χα ξεχασμένα, ίσως ........να μην έχω πια
τίποτα να πώ; Φτάσαμε σε αδιέξοδο λοιπόν; Τόσο γρήγορα; Ναί ίσως, να είναι  κι έτσι.
Δεν ξέρω! Φιλί!...Και ίσως μια αγκαλιά ανοιχτή!...



Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011


Η ΚΟΠΕΛΑ ΠΟΥ ΤΡΑΒΑΓΕ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΚΟΥΠΙ ΚΑΙ Ο ΑΣΤΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ

Η κοπέλα με την βάρκα, που ήταν φτιαγμένη από όνειρα, πληγές, αναμνήσεις και στιγμές, ήταν καταδικασμένη να τραβάει συνεχώς κουπί χωρίς ποτέ της να σταματά.Κάποιος, κάποτε, που τώρα πιά αδυνατούσε να θυμηθεί, της είχε πεί να στοχεύσει σε εκείνο το σημείο, όπου ο Ουρανός και η Θάλασσα ενώνονται, γιατί εκεί βρίσκεται η Ευτηχία!Κι από τότε εκείνη, ταξίδευε με την βάρκα της και τράβαγε συνεχώς το κουπί, οδεύοντας πρός εκείνο το σημείο. 
Κάποιες φορές είχε και τη βοήθεια των δελφινιών που της έσπρωχναν πότε-πότε την βάρκα, για να την ξεκουράζουν και άλλων θαλάσσιων φιλικών όντων, που ήθελαν να μοιράζονται την ταλαιπωρία της.Μα κι εκείνα δεν μπορούσαν να την συντροφέυουν συνεχώς, γιατί είχαν τις δικές τους δουλειές και γιατί καμμιά φορά, έχαναν κι εκείνα τον δρόμο τους, ψάχνωντας την δική τους Ευτηχία ή κουράζονταν ή ξεχνιόντουσαν παίζοντας και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, οι δρόμοι τους χώριζαν και η κοπέλα έμενε μόνη ξανά.
Σε κάτι τέτοιες στιγμές πραγματικά σκεφτόταν να τα παρατήσει, ν' αφήσει το κουπί απ' τα χέρια και να αφήσει την Θάλασσα να την παρασύρει! Όμως , όταν φανταζόταν το σημείο όπου ο Ουρανός και η Θάλασσα ενώνονται, συνέχιζε να τραβάει πάλι το κουπί.Και μάλιστα με πιότερο πείσμα από πρίν.Ύπήρξε όμως ένα βράδυ που πράγματι, ένιωσε τόσο πολύ κουρασμένη, όχι τόσο από το κουπί αλλά απ' τη μοναξιά, τόσο ώστε αποφάσισε να αφήσει το κουπί απ' τα χέρια.Έστρεψε το βλέμμα της πρός το Ουράνιο Στερέωμα, ακούγοντας τους Ήχους της Θάλασσας και τότε το είδε.Ένα Άστρο ερχόταν πρός τη μεριά της, με φοβερή ταχύτητα και καβάλα πάνω του, ήταν ένας άντρας, κατάλευκος και φωτεινός, όσο και τ' Άστρο! Προσγειώθηκε ήρεμα μές την βάρκα της, έπιασε το κουπί και το ακούμπησε πλάι της.Ύστερα της χαμογέλασε, την πήρε μές την φωτεινή του αγκαλιά και της έκανε Έρωτα. Με τη φωνή του! Ψιθυρίζοντάς της ιστορίες αγάπης και ποιήματα απαλά μες τ' αυτί της! Ύστερα, ανέβηκε πάλι πάνω στ΄Άστρο και έφυγε! Ακριβώς όπως και ήρθε. Απρόοπτα και ήρεμα!!Τότε συνέβη κάτι παράξενο. Όταν η κοπέλα ξανάπιασε το κουπί στα χέρια της, δεν της φαινόταν πια βαρύ, η βάρκα ταξίδευε πολύ πιο ανάλαφρα και η ίδια ένιωθε τόσο ξεκούραστη!Με τον καιρό, το ταξίδι της γινόταν ολοένα και πιό ευχάριστο! Κι όταν καμμιά φορά ο Αστεράνθρωπος, την ένιωθε κουρασμένη ή αποκαρδιωμένη, τότε κατέβαινε στην βάρκα της, καβάλα πάνω στ Άστρο του και της έκανε Έρωτα! 
Σιγά-σιγά, όσο ο καιρός περνούσε, η κοπέλα ίσα που τράβαγε το κουπί, καθώς η βάρκα ταξίδευε σχεδόν μόνη της και το σημείο, όπου ο Ουρανός και η Θάλασσα ενώνονται, άρχισε να αχνοφαίνεται!.


Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Το Ξωτικό της Λάσπης και το Φιλικό Φίδι


Περπατούσε ανάλαφρο ανάμεσα απ' τις ψηλές λυγερόκορμες καλαμιές και τα μουχλιασμένα βρύα.Παχιά κιτρινωπή ομίχλη κι υγρασία!!Γλιστεροί βούρκοι, γεμάτοι λασπόνερα και βρώμικες, χωμάτινες λακκουβίτσες. Μια αραχνούφαντη θολούρα,πλεγμένη απ' τους ήχους της σιωπής και τη θαλπωρη μιας υπόκωφης, ξεχασμένης, νοσταλγικήςνύχτας! Έμοιαζε όλο το σκηνικό να έχει στηθεί μοναχά για εκείνο. Για να κυλιστεί χαρούμενο,γεμάτο από αμέριμνη, ρομαντική αφέλεια και αφτιασίδωτη, άσεμνη παιδικότητα, σε μία σαχλαμαράτα, που του ήταν αναγκαία!Αφέθηκε στους πηχτούς θορύβους της λάσπης. Παχιά, απολαυστική!!Χρωματισμένη με τις αχνές αντάυγειες των μουχλιασμένων βρύων, που την έκαναν να μοιάζει με τέρας του βάλτου.
Το ξωτικό της λάσπης ένιωσε ιδιαίτερη χαρά που την εξέφρασε με πλούσιες απλωτές τσαλαβούτες.Χόρευε με το πρασινωπό, παχύρρευστο “τέρας”, καθώς οι ψηλές καλαμιές το προστάτευαν από τα λαίμαργα, αδηφάγα μάτια ανεπιθύμητων επισκεπτών. Βούλιαζε γεμάτο από ευδαιμονική  λατρεία, στον πάτο μιας απρόβλεπτης, κωμικής ξιπασιάς που κατά έναν τραγικό τρόπο, το μεταμόρφωνε! Ένιωθε τόσο καθαρό, τόσο αθώο, τόσο ξέγνοιαστο!! Ποτέ πρίν η λάσπη, δεν του είχε φανεί τόσο λυτρωτική!Τα πάντα ήταν στημένα τόσο ιδανικά, τόσο συγκεκριμένα.Με την κάθε λεπτομέρεια συγυρισμένη μέν, όχι φτιασιδωμένη!Ακριβέστατη, πλύν αυτοσχέδια. Όλα τριγύρω ήταν κατά πώς πρέπει, χωρίς καμμιά απολύτως πρόβα. Το όλο σκηνικό ήτανε στημένο με τον πιό φυσικό τρόπο, γι αυτό και ευδοκίμησε!Το ξωτικό της λάσπης ένιωθε ολοκληρωτικά τη γενναιοδωρία της φύσης, μετατρέποντας έτσι τη χαρά του, σε ευφορία. Τη νοσταλγικότητα του τοπίου, σε τρυφερή συγκίνηση και τους νυχτόβιους σιωπηρούς ήχους, σε μουσική!..
Και μέσα σε όλο αυτό το παραλυρυτικό συνονθύλευμα των συναισθημάτων και των αισθήσεων, ήρθε να μεστώσει την όλη κατάσταση, η συντροφιά ενός φιδιού. Φιλικό, όσο και η λάσπη! Λυτρωτικό, όπως κι εκείνη! Με ένα γλυκό, ανεπαίσθητο και έντονο συγχρόνως, σφύριγμα, όπως των λυγερόκορμων καλαμιών όταν θροϊζουν. Όμορφο σαν τη νύχτα! Ευδαιμονικό, εωσφορικό!! Με δυό κατάμαυρα μάτια, που έκρυβαν άστρα μέσα τους.Κατάλευκο και λείο, σαν την κοφτερή λεπίδα ενός σπαθιού, όταν γυαλίζει υπό το φώς ενός ισχνού ημισέληνου! Απαλό και τραχύ μαζί. Γελαστό με μιαν ήπια σοβαρότητα στην ανάρια κινήσή του! Πλησίασε το παιχνιδιάρικο, λασπιάρικο ξωτικό. Αργά, νωχελικά, φιδίσια! Σύρθηκε πλάι του, τυλίχτηκε γύρω του... Φιλικά, ερωτικά, αισθαντικά!
Και το χαρούμενο ξωτικό συνέχιζε να βυθίζεται στον λυτρωτικό του λάκκο με τον δικό του αδέξιο, άδολο τρόπο, ενώ το φίδι τυλιγόταν παντού γύρω του, πάνω του, υπάκουα, αναντίρρητα,εκστατικά! Σχεδόν παρακαλεστά. Να νιώσει κι εκείνο την λυτρωτική θέρμη του βούρκου.Τους θορύβους της παχύρρευστης, λασπώδης μάζας. Τους ήχους της! Ήχοι παχιοί, ογκώδεις.Ήχοι γεμάτοι, όχι όμως βαριοί. Ήχοι που δεν υπόσχονταν τίποτα αλλά, που επιφυλλούσαν ανύποπτες εκπλήξεις!!Το ξωτικό της λάσπης ένιωσε για πρώτη του φορά πώς δεν ήτανε μόνο. Για πρώτη και ίσως μοναδική φορά, πώς δεν το σιχαίνονταν! Για μοναδική κι ίσως τελευταία φορά, πώς το δέχονταν!Πώς το δέχονταν, όχι με όλη του την λασπίλα, αλλά για την λασπίλα!Πώς το αγάπησαν! Πώς το αγάπησαν, όχι με όλη του την βρωμιά, αλλά για την βρωμιά!Το φιλικό φίδι τυλίχτηκε όλο αγάπη γύρω απ' το λασπιάρικο ξωτικό. Βυθίστηκαν παρέα, μέσα σε ένα δικό τους διονυσιακό γλέντι γεμάτοι από τρυφερά χάχανα και βρώμικα παιχνιδίσματα!Η λάσπη τους καλοσώριζε σχεδόν με μητρική θαλπωρή και πατρική ζέση. Χαθήκαν μές την κιτρινωπή, υγρή, ομιχλώδη μούχλα, συντροφιά με τα ελώδη, πρασινωπά βρύα και τα σφυρίγματα των ψηλών καλαμιών. Δεν ένιωθαν βρώμικοι!Ένιωθαν καθαροί και ξέγνοιαστοι!! Σαν δυό μικρά παιδιά, που δεν έχουν προλάβει ακόμα να τα ενοχοποιήσουν για την ύπαρξή τους!

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011



ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΜΜΟΥ

Το κορίτσι σεργιάνιζε κατα μήκος της απέραντης αμμουδιάς. Έκατσε κατάχαμα στην παχιά άμμο.Ξάπλωσε πάνω της, την πήρε στις χούφτες της..εκείνη γλύστρησε! Την ξανάπιασε, έπαιξε μαζί της, εκείνη γλύστρησε ξανά ανάμεσα απ' τα λεπτά δάχτυλα, χαιδεύοντάς τα. Το κορίτσι έμεινε σκεφτικό, μα ήρεμο.Ξάφνου, η άμμος άρχισε να κινείται, να σχηματίζει λοφάκια, να ζωντανεύει, να παίρνει μορφή!Το κορίτσι τρόμαξε κι αποτραβήχτηκε!
-"Μην τρομάζεις", της είπε το Πλάσμα της άμμου. "Είμαι κι εγώ σαν και σένα. Ήμαστε κι οι δυό φτιαγμένοι από την ίδια ουσία.Μόνο που εμένα οι κόκκοι μου, ακόμα δεν έχουν σμίξει μεταξύ τους και δεν έχουν σταθεροποιηθεί. Με τον καιρό, θα αρχίζουν σιγά σιγά να ενώνονται και θα πάρω ακριβώς την ίδια μορφή με σένα και 'συ αντίθετα! Οι δικοί σου κόκκοι άμμου θ' αρχίζουν σιγά σιγά να απελευθερώνονται, ώσπου να φτάσεις στην δική μου τωρινή μορφή, μέχρι ωσότου να διαλυθούν εντελώς και γίνεις ένα με την αμμουδιά!"
-"Και μετά;", ρώτησε το κορίτσι, που άκουγε προσεχτικά την ψιθυριστή φωνή του Πλάσματος, που κατά έναν φυσικό τρόπο, της φαινόταν πολύ οικείο.
-"Μετά, οι κόκκοι σου θα ανακατευτούν με τους κόκκους των άλλων πλασμάτων, που γίναν ήδη άμμος και θα έχεις ξεχάσει ποια ήσουν!"
-"Και μετά;", συνέχισε γεμάτη περιέργεια.-"Μετά θα έρχονται τα κύματα της θάλασσας και θα γλύφουνε την άμμο, πέρνοντάς την μαζί τους και μαζί και σένα και τα άλλα πλάσματα, μές τον βυθό και δεν θα ξεχωρίζεις απ' αυτά, ούτε εκείνα  από σένα, γιατί άμμος και νερό, θα χουν γίνει ένα."
-"Κι ύστερα τί;", συνέχισε να ρωτάει, αδυνατώντας να καταλάβει τα λόγια του Πλάσματος, παρότι τα ένιωθε μέσα της, τόσο απλοϊκά.
-"Υστερα;!" επανέλαβε το Πλάσμα της άμμου, σα να αναρωτιόταν κι εκείνο μαζί της!
"Ύστερα!..Δε γνωρίζω να σου πώ για ύστερα. Εγώ σου μιλώ γι αυτά που ήδη γνωρίζω.Γι αυτό που θα γίνεις και γι αυτό που πρόκειται να γίνω. Άν θές να μάθεις για ύστερα, θα πρέπει να μιλήσεις με τον βυθό!"



Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Η ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

Κάποτε  σ έναν άγνωστο τόπο, τόσο άγνωστο όσο ο εαυτός μας, ζούσε ο γερό-Χαρούν, μαζί με την άσχημη κόρη του, Λάτις.Μαζί τους έμενε και μια γριά γκουβερνάντα με το όνομα Ζάκρα.
Η Λάτις, ήταν τόσο άσχημη, που ο γερό-Χαρούν ούτε το όνομά της δεν μπορούσε ν προφέρει. Προτιμούσε να τη φωνάζει Αιτία, μιας κ όπως έλεγε, εκείνη ήταν η Αιτία που η μητέρα της πέθανε αφότου η Λάτις είδε το φώς της ζωής και φυσικά εκείνη ήταν η Αιτία, που ο γερό-Χαρούν, ήταν τόσο δυστηχισμένος!
Η γριά Ζάκρα, παλιότερα μισούσε τον γερό-Χαρούν και λυπόταν την Λάτις. Με τα χρόνια, άρχισε να λυπάται τον γερο-Χαρούν και ν αγαπά την Λάτις!
Η άσχημη κοπέλα, είχε ενα μοναδικό χάρισμα, που μοναχά η γριά Ζάκρα, γνώριζε, μιας κ ο γερο-Χαρούν, ήταν πολύ δυστηχισμένος για να το προσέξει και η Λάτις, αρκετά ταπεινή για να το παραδεχτεί. Είχε υπέροχη φωνή!
Η γριά Ζάκρα, προσπάθησε πολύ για να πείσει την κοπέλα πως δεν ήταν απλά άσχημη αλλά και πως είχε μια όμορφη φωνή, που όφειλε να καλλιεργήσει!
Η Λάτις υπάκουε πιστά, σε κάθε συμβουλή της γριάς Ζάκρα, που την είχε πάντοτε υπό την καθοδήγησή της και που της υπενθύμιζε υπομονετικά σε κάθε ευκαιρία, το χρέος της!
Καθώς η Λάτις μεγάλωνε, μεγάλωνε και το χάρισμά της και έτσι η γρια Ζάκρα, έκρινε πιά πως η Λάτις ήταν έτοιμη, να χαρίσει στον κόσμο το θείο δώρο της!
Ήταν η πρώτη φορά που η νεαρή κοπέλα, θα έβγαινε έξω από το σπίτι, μιας κ ποτέ της δεν το τόλμησε λόγω της ασχήμιας της, που φρόντιζε να κρατά καλά κρυμμένη.
Ήταν εκείνη η ώρα, όπου όλα τα φώτα του χωριού έσβηναν, οι φωνές των ανθρώπων σώπαιναν και το φεγγάρι έστελνε τη λάμψη του, μπρός στο παραθύρι της Λάτις, φεγγοβολώντας παιχνιδιάρικα, καλώντας την κοντά του! Εκτός λοιπόν απ την γριά Ζάκρα, η Λάτις είχε ακόμα μια φίλη και προστάτιδα. Τη Νύχτα!
Οταν επιτέλους, βγήκε έξω από το μικρό σπίτι υπό τη συνοδεία πάντα της γριάς Ζάκρα, ένιωσε τόσο ελέυθερη, τόσο όμορφη, που άφησε πίσω της το βυθισμένο στον ύπνο, χωριό και εισχώρησε βαθιά μες το Δάσος των Κισσών! Και τότε εντελώς αβιάστα, εντελώς άφοβα, έκανε αυτό που καλά γνώριζε! Άρχισε να τραγουδά!.....
Ήταν τόσο αιθέρια και τόσο μαγική η φωνή της, που οι μελωδίες των σκοπών που σκαρφιζόταν, έκρυβαν τόση δύναμη μέσα τους, που εισχωρούσαν στα Όνειρα των ανθρώπων, χαρίζοντας τους τον πιό γλυκό και πειθήνιο ύπνο!.....
Από τότε  και κάθε βράδυ, η Λάτις εισχωρούσε μες τα Όνειρα των ανθρώπων, κάνοντάς τους ευτηχισμένους και χαρίζοντας τους γαλήνη και ηρεμία, με την μαγική της φωνή!
Οι άνθρωποι του χωριού, είχαν ονομάσει το πλάσμα με τη μαγική φωνή, Πριγκίπισσα της Νύχτας! Κανείς τους δεν γνώριζε πώς ήταν η άσχημη κόρη του δυστηχισμένου γερο-Χαρούν.
Καθώς λοιπόν τα χρόνια κυλούσαν, η Πριγκίπισσα της Νύχτας , είχε γίνει τόσο απαιραίτητη και τόσο σημαντική, για τα Όνειρα των ανθρώπων του χωριού, όπως το Φώς του Ήλιου για τα Λουλούδια!...
Ο γερό-Χαρούν, πότε δεν γνώρισε την πραγματική Λάτις, και συνέχιζε να ζεί μες τη δυστηχία του, μέχρι και που πέθανε.Η γριά Ζάκρα, συνέχιζε να τον λυπάται, μέχρι που έφυγε και εκείνη. Και η Λάτις, έμεινε μόνη!
Ποτέ της δεν ανακάλυψε,  πόσο σημαντική και απαραίτητη ήταν για τους ανθρώπους του χωριού. Δεν γνώριζε πώς εκείνη ήταν, που χρωμάτιζε τα όνειρά τους! Δεν ήθελε να πιστέψει, πώς εκείνη ήταν η Πριγκίπισσα της Νύχτας!...
Χωρίς την καθοδήγηση της γριάς Ζάκρα, η Λάτις, ήταν μοναχά η Αιτία, που ο πατέρας της έζησε και πέθανε δυστηχισμένος!Η Λάτις εγκατέλειψε για πάντα, το άδειο μικρό σπίτι, που της θύμιζε μοναχά, το πόσο άσχημη ήταν.

Ένα βράδυ, σαν όλα τ' άλλα, ένα παράνομο ζευγάρι ερωτοτροπούσε στο Δάσος των Κισσών, όταν ξάφνου αντίκρυσαν μπροστά τους ένα απαίσιο πλάσμα.Ήταν τόση η απέχθεια και ο φόβος τους, που άρχισαν ν τρέχουν πανικόβλητοι και να ουρλιάζουν πώς μες το Δάσος των Κισσών, ζούσε ένα Τέρας!
Δεν στάθηκαν να δούν πώς το Τέρας του Δάσους, ήταν ένα ισχνό και δυστηχισμένο κορίτσι που δεν αγαπήθηκε ποτέ, έτσι όπως του άξιζε.
Από τότε, ο ύπνος των ανθρώπων του χωριού εκείνου, έγινε ανήσυχος και η Πριγκίπισσα της Νύχτας ξεχάστηκε εντελώς.Βλέπετε ο Φόβος, όταν υπέρισχύει, καταφέρνει να  παραλύει, όλες τις υπόλοιπες 
αισθήσεις μας !
Κανείς δεν γνώριζε πώς το Τέρας του Δάσους, ήταν εκείνο που κάποτε χρωμάτιζε τα Όνειρα τους!...
Κανείς τους, δεν γνώριζε πώς το Τέρας του Δάσους, ήταν εκείνο που τους χάριζε γλυκό και ήρεμο ύπνο!....Κανείς τους δεν έμαθε πώς το Τέρας του Δάσους, ήταν η Πριγκίπισσα της Νύχτας, το μαγικό πλάσμα με την αιθέρια, μαγική φωνή, που με τόση ευκολία, ξέχασαν!.....











Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

ΜΙΑ ΕΛΑΦΡΩΣ ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΙΣΤΟΡΙΟΥΛΑ:

O “ 'Ο,τι Φάμε-Ό,τι Πιούμε κ ό,τι Αρπάξει ο Κώλος Μας”, ξύπνησε ανάλαφρος, όπως και κάθε πρωϊ, πάνω στα μαλάκά στρώματα, της δρύινης αρχοντικής του κλίνης και με τα κατάλευκα τροφαντά του δάχτυλα, χτύπησε το κουδουνάκι. Όλο το υπηρετικόν προσωπικόν ξεσηκώθηκε απ' το συνεχόμενο επίμονο κουδούνισμα και ξεχύθηκε πανικόβλητο, μές τις τεράστιες αίθουσες της επιβλητικής έπαυλης, ετοιμάζοντας το πρωϊνό του ηγέτη!
Μια υπέροχη, κολασμένη τσίκνα από Α.Α ποιότητος, μπέηκον απλώθηκε σε όλα τα δωμάτια, φτάνοντας και στα διάπλατα ρουθούνια του ηγέτη. Η μυρωδιά τον ξελίγωσε και ανασηκώθηκε ελαφρώς βαριά, ακουμπώντας την τρισδιάστατη πλάτη του, πίσω στα πουπουλένια του μαξιλάρια, γλείφοντας τα στεγνά του χείλη, ενώ στα προγούλια του, εγκαταστάθηκε ένα μικρό αδιόρατο τρέμουλο. Όσο τα λεπτά περνούσαν , η αγωνία του κορυφωνόταν και το τρέμουλο στα προγούλια του έγινε πιό έντονο , κάνωντάς τα ν' ανεβοκατεβαίνουν, λές και χορεύαν οριεντάλ! Έπρεπε κάτι να κάνει, να ξεχάσει τη πείνα του.Χτύπησε εκνευρισμένος το κουδουνάκι, μα κανείς δε φάνηκε!Τώρα είχε θυμώσει για τα καλά. Μα, επιτέλους δεν μπορούσε να παρουσιαστεί κάποιος να του παραδώσει το αναθεματισμένο τηλεκοντρόλ, της τεράστιας plasma, οθόνης του; Είχε γίνει έξαλλος!!!Όλα μόνος του έπρεπε να τα κάνει; Έτριψε νευρικά τις τσιμπλιασμένες του μικρές “κουμπότρυπες” και έκανε ξανά τη κίνηση, να χτυπήσει το κουδουνάκι, μα προτού προλάβει, εμφανίστηκε ο πρώτος λακές. Κοιτάζοντας τον θυμωμένα, τον διέταξε να του δώσει το τηλεκοντρόλ. Αμέσως μετά τον απέλυσε. Δεν φτάνει που 'χε αργοπορήσει, μπήκε και μες την κάμαρή του, χωρίς να χτυπήσει την πόρτα!
-Απαράδεκτος! Απαράδεκτος!.. μουρμούραγε, καθώς πατούσε το κόκκικο κουμπάκι με την ένδειξη οn! H γιγάντια οθόνη, γέμισε με εικόνες ενώ την ίδια στιγμή, οι βαριές ξύλινες πόρτες, ανοίξαν διάπλατα και καμμιά δεκάδα υπηρέτες του σερβίριζαν το πρωινό. Όλες του οι προηγούμενες έγνοιες εξανεμίστηκαν μπροστά στο θέαμα των πρωινών λιχουδιών! Δεν ήξερε από που ν΄αρχίσει, αλλά σαν ηγέτης που ήταν, δεν άργησε να βρεί τη λύση και άρπαξε ένα απ τα βουτυρωμένα κρουασάν, ενόσω ήταν ζεστά ακόμα! Θ συνέχιζε με κέικ σοκολάτας, μους κακάο, κρέμα βανίλια, ζελέ με φρούτα του δάσους, φρέσκο χυμό πορτοκαλιού και φυσικά λαχταριστό μπέηκον,συνοδευόμενο από τέσσερα μελάτα “μάτια”, που τα κοιτούσε λαίμαργα!! Κατέβαζε άξιες μπουκιές ενώ κοίταζε τα νέα! Πάλι αιματηρά επεισόδια, πάλι αναταραχές, εξεργέσεις, συλλαλητήρια, διαμαρτυρίες, πορείες, παράπονα!!!Όλο τα ίδια και τα ίδια!! Μα τί ζητούν επιτέλους αυτά τα κτήνη; Με τίποτα δε μένουν ευχαριστημένοι! Όλα στην πλάτη του, τα φορτώναν!!Ούφ!!Αυτή η κατάσταση τον τάραξε πολύ. Άλλαξε αμέσως κανάλι, ενώ άρπαξε ακόμα ένα ζεστό κρουασάν. 
-Είμαι όλη δική σου! Ο ηγέτης έδιωξε άρον -άρον το υπηρετικό προσωπικό, μιας και η στιγμή ήταν άκρως προσωπική και ενώ θαύμαζε την Ονειρική Οπτασία, όπως ονομαζόταν, με το κρουασάν ακόμα μες το στόμα και το χέρι του κάτω απ το στρώμα, ακριβώς πάνω στην ύστατη στιγμή, η τεράστια plasma οθόνη γέμισε με μεγάλα κόκκινα γράμματα: ΓΙΑΤΡΟΙ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ! Ξενέρωσε τόσο πολύ, που οι μασέλες του σταμάτησαν να κουνιούνται! Όταν δε, μια κοπέλα προσπαθούσε να ταίσει ένα αδύνατο μωρό, κάπου στην Αφρική, ό ηγέτης αναφώνησε: Α! Φρίκη!! Όχι γιατί έμεινε έκπληκτος απ την εικόνα, αλλά γιατί η μισοφαγωμένη μπουκιά απ το κρουασάν, του κόλλησε στον ουρανίσκο! Προσπάθησε να την ξεκολλήσει με τη γλώσσα του, μα το τηλεκοντρόλ του ξέφυγε απ την ιδρωμένη χούφτα του, και πάνω στην ταραχή του να το πίασει, γ να αλλάξει κανάλι, ο σβώλος της μαλακής, ζυμαρώδης μάζας, κατέβηκε απότομα και του στάθηκε στο λαιμό!Την ίδια στιγμή το κουδουνάκι, ξεγλίστρισε μές τα μεταξωτά σκεπάσματα, Ήταν εντελώς μόνος και ολοκληρωτικά αβοήθητος!Η ταραχή του μεγάλωσε κι άλλο, καθώς το προσωπό του άρχιζε να μελανιάζει!Πνιγόταν!! Ευτηχώς η ματιά του έπεσε στον φρέσκο χυμό πορτοκάλι που βρισκόταν δίπλα στο κομό.Προσπάθησε να το πιάσει, μα του ήταν αδύνατο να κάνει οποιαδήποτε κίνηση. Έμεινε να κοιτά με γουρλωμενα μάτια την οθόνη! Από μπρόσ του περνούσαν φράσεις: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΟΣΙΜΟ ΝΕΡΟ! ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΦΑΡΜΑΚΑ! Εκανε ακόμη μια προσπάθεια να πιάσει το χυμό κι ενώ έγερνε με τρομερή δυσκολία, πρός τα πλάγια, η κοιλιά του έφυγε μπροστά, παρασέρνοντάς τον, μαζί της στο πάτωμα!Πιάστηκε ενστικτωδώς απ το χερούλι του επίπλου, την ώρα που η διαβολεμένη μπουκιά επιτέλους κατέβηκε! Η πτώση τον ευνόησε!! Ενας ανακουφιστικός φυσικός ήχος βγήκε μέσα από τα σπλάχνα του ενώ το έπιπλο τραντάχτηκε, κάνοντας τον χυμο πορτοκαλιού να βρεθεί όλος πάνω στο κεφάλι του και όχι στα χείλη του, όπως ήλπιζε! Τα βλεφαρά του είχαν κολλήσει και δεν έβλεπε ούτε τη μύτη του. Αρπάχτηκε από τα πλαινά του κρεβατιού και με πολύ βάναυσο κόπο, κατάφερε να σταθεί στα τέσσερα! Του φύγαν μερικά βρωμερά αέρια ενώ ταυτόχρονα ιδρωκοπούσε και βόγγαγε!!  Πιάστηκε με λύσσα, για ακόμη μια φορά απ το κρεβάτι και ολότελα εξουθενωμένος, στηρίχτηκε στους αγκώνες και βάζοντας όλη του τη δύναμη στα γόνατα, επιτέλους σηκώθηκε όρθιος! Το αποτέλεσμα, ήταν αναμενόμενο! Χέστηκε!! Και ευτηχώς κανείς δεν τον είχε πάρει χαμπάρι. Ήταν πολύ ικανοποιημένος απ τον εαυτό του.
Τα είχε καταφέρει!!!

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΟΜΟΥ...


Ή
ΜΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ;

Θέλησε να γράψει μια ιστορία.Μια ιστορία τρόμου!Σαν κι εκείνες που συνήθιζε να διαβάζει λαίμαργα, μετά τον χαμό του αγαπημένου της.Σάμπως, αυτές οι αλλόκοτες, παράξενες ιστορίες, ν' ανοίγαν μια οδό πρός εκείνον. Ένιωθε πώς μέσα από την προκλητική τους , αποκαλυπτική, μυστηριώδη τους ανάγνωση, θα τον έφερνε και πάλι κοντά της! Θα δημιουργούσε μια γέφυρα, με το Αόρατο!.. Που τώρα πιά συμπεριλάμβανε κι εκείνον. Εκείνον, που είχε εξαφανιστεί απ τη ζωή της τόσο απροσδόκητα, ακριβώς όπως είχε εμφανιστεί! Είχε αρχίσει να πιστεύει πλέον, πώς ήταν ένα φάντασμα, πολύ προτού ακόμη χαθεί. Στην πραγματικότητα, είχε καταφέρει, να πείσει τον εαυτό της, πώς δεν υπήρξε ποτέ! Πώς ήταν ένα καταραμένο αποκύημα της φαντασίας της.Τόσο η υπαρξή του, όσο και η αιφνίδια απουσία του! Μα άν ήταν έτσι, γιατί πονούσε τόσο πολύ!..
Όταν μπήκε για πρώτη φορά, σ΄εκείνο το ερειπωμένο σπίτι, χωρίς πιά τη δική του συνοδεία, ένιωσε τόσο αβοήθητη!Ένιωσε κι εκείνη ερειπωμένη, όπως το μικρό τους ξύλινο σπίτι, δίπλα στη λίμνη.Μόνη, έρημη, ανυπεράσπιστη!Ακριβώς όμοια, με τη μελαγχολικότητα του χώρου.
Κι ύστερα, εντελώς αναπάντεχα, ανακάλυψε το παλιό σκονισμένο μπαούλο, που δεν έιχε χάσει τίποτα απ τη ζωντάνια του, λές κι ο χρόνος μετάνιωσε και γυρίζοντάς του την πλάτη, από σεβασμό και ευγένεια, αποχώρησε! Ένιωθε σα να τη καλούσε κοντά του.Σα να περίμενε κάτι από εκείνην!
Όταν για πρώτη φορά, έπιασε μες τ' αέρινα χέρια της, τα παλιά κιτρινισμένα χαρτιά, που έκρυβε μέσα του, ένιωθε πώς αγκάλιαζε εκείνον!
Από ' κείνη τη στιγμή και μετά, οι παλιές, κιτρινισμένες, σελίδες, αποτυπωμένες με τον καλλιγραφικό του, ανάλαφρο χαρακτήρα, ζωντάνεψαν εμπρός της! Και μαζί με αυτές κι εκείνη!! Τώρα πονούσε λιγότερο.Μέσα απ το ανάγνωσμά τους, ερχόταν πιο κοντά του!Ήταν φορές που πραγματικά, τον ένιωθε δίπλα της.Την ανάσα του, τη μυρωδιά του...Όμως αυτό δεν κράτησε για πολύ. Αυτές οι σκοτεινές ιστορίες,παρότι γραμμένες από τον ίδιο, έμοιαζαν τόσο διαφορετικές κάθε φορά! Λές και ξέφευγαν από εκείνον, πέρνοντας δική τους μορφή και νόημα, αλλαζοντάς το κάθε στιγμή, όπως ακριβώς εκείνες επιθυμούσαν!!
Ώσπου δεν άντεξε και πήρε μιαν απόφαση! Να γράψει εκείνη μια ιστορία! Μια ιστορία τρόμου, σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες!Μια ιστορία, που ίσως κατάφερνε,επιτέλους, να τους σμίξει:

Αγαπημένε!Ποτέ δεν κατάφερα να σε νιώσω τόσο κοντά μου, όσο μετά τον θανατό σου. Εάν πράγματι υπήρξε!.Δεν σε είχα καταλάβει,αυτό ήταν πάντοτε το παράπονό σου.Πόσο ανόητη ήμουν! Πόσο έντιμος ήσουν!.Κατάφερα να σε μάθω μέσα από τις ιστορίες σου, που ποτέ δεν διάβασα, όταν ήσουν δίπλα μου.Τώρα κατά έναν θαυμαστό τρόπο, με βρήκαν εκείνες!!Ευτηχώς γιατί έτσι, κατάφερα να μάθω κι εμένα, εμάς!! Ήμουν πράγματι, τόσο σκοτεινή, όσο οι ιστορίες σου;Είχα πάντα τόσο διαφορετικές έννοιες, όπως κι εκείνες; Ήσουν πάντα εσύ, αυτός που καθοδηγούσε την αγάπη μας; Αγαπημένε μου....κι όμως ακόμα δεν καταλαβαίνω!Είναι φορές που νιώθω τόσο έντονα την πνοή σου να με καίει ολόκληρη κι άλλοτε πάλι, τίποτα! Ούτε ένας ψίθυρος, ούτε μια ανάσα αχνή!.Μου λείπεις! Μου λείπει η ανάσα σου, τα χάδια σου, το άγγιγμα των χειλιών σου, πάνω στα δικά μου.....κι όμως απόψε, σε νιώθω πιο κοντά μου, από κάθε άλλη φορά!Ξέρω πώς τούτη η ιστορία, επιτέλους θα μας σμίξει!Αν και σκόπευα να γράψω μια ιστορία τρόμου, αλλά τελικά, μάλλον ερωτική θα χαρακτηριστεί. Σ' αγαπώ!...Κι άς μην υπήρξες πρίν από μένα, κι άς μην υπήρξα πρίν από σένα!..Σ' αγαπώ!...Σε περιμένω! Πονάω λατρεμένε, πονάω πολύ! Βιάσου-βιάσου!!

Το επόμενο πρωινό, ο νεαρός συγγραφέας, βρέθηκε νεκρός κρατώντας μια άδεια λευκή κόλλα χαρτιού, μές τα παγωμένα του χέρια.Κείτονταν με γουρλωμένα τα μάτια, γεμάτα από ηδονή και οδύνη, δίπλα στο σκονισμένο του μπαούλο, κρατώντας καλά κλειδωμένες μέσα του, τις σκοτεινές αλλόκοτες ιστορίες που έγραφε μανιωδώς, μετά το χαμό της αγαπημένης του!

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011


Η ΘΕΙΑ-ΠΡΟΝΟΙΑ ΞΕΡΕΙ

Ο Ψ, ενοχλήθηκε για ακόμη μια φορά από την αδιαφορία της Χ. Σκεφτόταν , τι μπορούσε να κάνει γαι να την πλησιάσει.Ένιωθε τόσο έντονα την ψυχρότητά της, την απόμακρη στάση της, την επιθετικότητά της, πολλές φορές. Η μαγεία είχε κάνει φτερά! Οι συζητήσεις τους είχανε πάψει από καιρό, να έχουν νόημα, όπως και ο έρωτάς τους !Τα πάντα συνέβαιναν, κάτω από το πρίσμα μιας αναιδής οικειότητας, που κι αυτή πλέον υπήρχε, καθαρά και μόνον από συνήθεια. Τελικά δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο, απ το να συνηθίζει κανείς, την ίδια του τη συνήθεια! Η σχέση τους είχε μπεί στην σειρά και περίμενε! Όπως π.χ. Το απόγευμα περίμενε , το πλύσιμο των πιάτων ή το πρωί, το στρώσιμο των κρεβατιών ή το κάθε Σάββατο, την μπουγάδα και η Κυριακή, το κλασσικό μεσημεριανό γεύμα στα, όχι ακόμα νόμιμα, πεθερικά...και ούτω καθεξής.
Και για να δώσουμε μορφή στην ιστοριούλα μας, άς ονομάσουμε τον φίλο Ψ, Πάρη και την φίλη Χ, Ελένη, έτσι για να της δώσουμε και μια μυθολογική διάσταση. Έτσι λοιπόν, ο Πάρης και η Ελένη βρίσκονταν σε μια σχέση, που δεν γνώριζαν πια, εάν πράγματι υπήρχε!
Η Ελένη προσπαθούσε απεγνωσμένα, να βρεί έναν τρόπο, να ξεφύγει απ τη συνήθεια. Και ο Πάρης, ήθελε να βρεί έναν τρόπο να γλιτώσει απ την αδιαφορία της Ελένης, που το μόνο που έκανε, ήτανε να γράφει. Ναί, όλο έγραφε κι έγραφε, ατέλειωτες ιστορίες, στο ημερολόγιο με τα ρόζ τριανταφυλλάκια, που της είχε κάνει δώρο ο Πάρης, προτού ακόμα η συνήθεια, τους προλάβει.
Έγραφε ολημερίς και ολονυχτίς, ρομαντικές φανταστικές ιστοριούλες, που φυσικά δεν έδειχνε στον Πάρη, αλλά που ο Πάρης είχε διαβάσει κρυφά, κάτι για έναν ιππότη, που έσωζε μια πριγκίπισσα από έναν κακό δράκο και που ο δράκος , είχε το όνομα Πάρης, και που ο Πάρης φυσικά, έφαγε μια φρίκη και τότε ήταν που ξανατσακώθηκε με την Ελένη, κάτι όμως που δεν τους ταρακούνησε και ιδιαίτερα, μιας και οι τσακωμοί πλέον, ήταν κι εκείνοι μέρος της συνήθειας!
Όχι, όμως, ό Πάρης δεν θα τ' αφηνε έτσι. Όχι και κακός δράκος. Το πήρε απόφαση. Θα γινόταν εκείνος ο ιππότης, που θα σωζε την Ελενίτσα του, απ τον κακό δράκο, που δεν ήταν κανένας άλλος, αλλά η καρακάξα θεία Πρόνοια της Ελένης, που σίγουρα αυτή της έβαζε λόγια και είχαν γίνει έτσι κουλουβάχατα. Οχι, ο Πάρης το απόφάσισε. Θα κέρδιζε πίσω την Ελενίτσα του και μάλιστα είχε βρεί και τον τρόπο.Θα έγραφε κι εκείνος. Θ έγραφε ένα όμορφο παραμύθι για την Ελένη! Σίγουρα αυτό θα την συγκινούσε!.
Άρπαξε λοιπόν μια λευκή κόλλα αναφοράς και με τον μπλέ μπίκ, που βρισκόταν πάνω στο γραφείο, ξεκίνησε να γράφει:
“....Η Πριγκίπισσα του Ήλιου, ήταν ερωτευμένη με τον Φεγγαρένιο, κάτι που δεν επιτρεπόταν στο Ουράνιο Βασίλειο!Μα κι άν επιτρεπόταν, πώς ήταν δυνατόν, αυτός ο Έρωτας να ευδοκιμήσει;Αφου και οι 2 ήρωες, προέρχονταν από διαφορετικούς κόσμους!Πώς ήταν δυνατόν να σμίξουν; Υπήρχε βέβαια μια λύση, μα οι συνέπειες των φυλών, θα ήταν πολύ σοβαρές και επικύδνυνες......”
Μα τί στο καλό; Ο Πάρης νευρίασε, με τον εαυτό του. Ήταν δυνατόν, να κέρδιζε την Ελένη του, με αυτές τις μπαρούφες; Ούφ! Σαχλαμάρες!!Εξάλλου ποτέ δεν τα κατάφερνε καλά με το γράψιμο. Τσαλάκωσε το κομμάτι χαρτιού με την άστοχη προσπάθεια του αποτυπωμένη πάνω, και το πέταξε έξω απ τ' ανοιχτό παράθυρο. Ήταν βλέπετε χαρακτηριστικό του Πάρη, να τ' αφήνει όλα μισοτελειωμένα. Αυτό ίσχυε ακόμα και στο κρεβάτι. Βρέ ,μπας και η Ελενίτσα, για υτό να ήταν στραβωμένη μαζί του;Βρέ μπάς και γι αυτό, τον ταύτιζε με τον κακό δράκο;Ε, άμα ήταν έτσι, τότε ο ιππότης ποιός ήταν;Τώρα στράβωσε εκείνος! Πτού γαμώτο! Α, ρε θεία Πρόνοια, σίγουρα εσύ θα βαλες το χεράκι σου. Απ την αρχή δεν τον πήγαινε τον Πάρη, την είχε δεί πώς τον κοιτούσε! Με μισό μάτι.Σίγουρα αυτή ήταν ανακατεμένη και ανακάτεψε και το αθώο μυαλουδάκι της Ελένης του.Άτιμη!! Γκάριξε. Και κατευθήνθηκε πρός το αποχωρητήριον.

Ο νεαρός άντρας, ήταν έτοιμος να παραπονεθεί, αλλα΄πού; Δεν υπήρχε κανείς. Τη θέση του ξαφνιάσματός του, αντικατέστησε η περιέργεια, καθώς άνοιγε το τσαλακωμένο χαρτί που είχε βρεθεί στο κεφάλι του, σαν θεόσταλτο μάννα εξ' ουρανού! Ναί! Θεόσταλτο, διότι την στιγμή που το διάβαζε, κόσμοι αναδύθηκαν εμπρός του, μιας και ο άσημος αυτός συγγραφέας είχε από καιρό χάσει την εμπνευσή του. Βλέπετε όταν το στομάχι γουργουρίζει ανελλιπώς, λίγο δύσκολο να εμπνευστείς! Να όμως που τώρα ήρθε! Και μάλιστα ουρανοκατέβατη, κυριολεκτικώς!
Η Θεία-Πρόνοια, κάτι ήξερε!

Είχαν περάσει 2 χρόνια! Ο Πάρης ακόμα δεν μπορούσε να χωνέψει τον γάμο της Ελένης με εκείνον το νεαρό συγγραφέα, γνωστός πλέον, με το καταπληκτικό του βιβλίο: “ Η Πριγκίπισσα του Ήλιου”.
Η Ελένη ήταν ερωτευμένη ξανά και πετούσε σε πελάγη ευτηχίας!
Ο νεαρός συγγραφέας, ήταν πλούσιος και πιστά θεοσεβούμενος!!
Ο Πάρης πάλι, ήταν μόνος και είχε πάρει μιαν απόφαση!
Απο δώ και στο εξής, ό,τι ξεκινούσε, θα φρόντιζε και να το τελειώνει! Κι αυτό φυσικά, δεν αφορούσε μόνο τις ιστορίες του.

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

ΖΩΗ ΓΛΥΚΙΑ-ΣΑΝ ΤΣΙΧΛΟΦΟΥΣΚΑ!!!!!!


Η Ρόζμαρι,

ζούσε μέσα σε μια τσιχλόφουσκα.

Ήταν ρόζ με σιρόπι βατόμουρο και με ανάμικτους χυμούς πορτοκαλιού και λεμονιού.
Η Ρόζμαρι, δεν έβγαινε ποτέ απ' την τσιχλόφουσκά της, γιατί εκεί μέσα ένιωθε ευτηχισμένη
και γεμάτη!!Εξάλλου η ζωή μέσα σε μια τσιχλόφουσκα ήταν πλυμμηρισμένη από γεύσεις
και αρώματα.Ήταν τόσο απίθανη και φανταστική που δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος
για να βγεί από κει μέσα!

Και η ζωή της Ρόζμαρι έγινε ακόμα πιό υπέροχη και ενδιαφέρον, όταν μές την ρόζ
τσιχλόφουσκά της, προστέθηκαν νότες από βανίλια, καραμέλα και καρύδα!!!
Κι έτσι η ρόζ τσιχλόφουσκα της Ρόζμαρι με το σιρόπι βατόμουρο και με τους ανάμικτους
χυμούς του πορτοκαλιού και του λεμονιού, αναμίχθηκε με τις πλούσιες αισθήσεις της καρύδας
και της βανίλιας, δίνοντας μια ιδιαίτερη πνοή και φρεσκάδα στη ζωή της, καθώς και οι απαλές
μικρές ανεπαίσθητες πιτσιλιές της καραμέλας, της τόνωσαν τα κέφια!!!

Και μέσα σε όλο αυτό το γευστικό-αρωματικό πανδαιμόνιο, ήρθε και γαργάλησε εντελώς αναπάντεχα και τρυφερά, την μεγάλη μύτη της Ρόζμαρι, η γλυκιά μυρωδιά της φράουλας, λιγώνωντάς την, καθώς έσκαγε την ίδια στιγμή,σαν κύμα δροσιάς και χυνόταν άπλετα,
το άρωμα της μέντας και του κίτρου, προσθέτοντας μια ακόμα πικάντικη πινελιά
στην ζωή της Ρόζμαρι, σκανδαλίζοντάς την ανεπανόρθωτα.
Και τέλοσπάντων, η Ρόζμαρι
ουδέποτε ξαναβγήκε απ' την τσιχλόφουσκά της, που κατά καιρούς γινόταν και πιό νόστιμη
και πιό ευχάριστη και πιό πικάντικη και πιό Απολαυστική!!!

Αχμμμ!!...Είναι χάρμα η ζωή μέσα σε μια Τσιχλόφουσκα!!!

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011









Η Νεράϊδα της Κρυφής Μεριάς του Φεγγαριού κατέβηκε για λίγο στον Κάτω Τόπο, που εκείνη ονόμαζε Κουκκιδίτσα. Επικρατούσε πλήρης σκοτάδι και δεν ακουγόταν ψυχή. Σκέφτηκε, πως ο Κάτω Τόπος δεν διέφερε και πολύ από τον δικό της. Δεν είχε να της προσφέρει κάτι ιδιαίτερο.Όλα ήταν σιωπηλά και σκοτεινά όπως και στην Κρυφή Μεριά του Τόπου της.

Μα ξάφνου, μια λάμψη διαπέρασε την Ασημένια της Ματιά! Καθώς πλησίασε πρός τα κεί, διέκρινε μια ολάνθιστη, μικρή, αυλίτσα πλυμμηρισμένη από κατάλευκα τριαντάφυλλα. Κάτι τέτοιο δεν υπήρχε στον Τόπο της! Έκανε αμέσως την κίνηση να κόψει ένα απ’ αυτά τα πανέμορφα στολίδια του Κάτω Τόπου, μα η τόση ομορφιά τους, εμπόδισε το χέρι της να ανταπεξέλθει.Ένιωσε ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα.Για τους κατοίκους του Κάτω Τόπου, ονομάζεται Ενοχή.

Η Νεράϊδα, δεν υπάκουσε στην αθέλητη κίνηση του άϋλου άκρου της και με Ιερή Λαχτάρα, έκοψε ένα από τα λευκά τριαντάφυλλα, που διακοσμούσαν την μικρή αυλή. Ήθελε να στολίσει και τον δικό της Κόσμο, με ένα απ’ αυτά, για να λάμπει κι εκείνος, όπως τούτη η αυλίτσα που τα φιλοξενούσε!
Καθώς άφηνε τον Κάτω Τόπο, που εκείνη ονόμαζε Κουκκιδίτσα, τα λευκά πέταλα του λουλουδιού, παρασύρονταν μακριά, γυρνόντας πίσω στον Κόσμο τους!

Η Κρυφή Μεριά του Φεγγαριού θα έμενε πάντοτε σκοτεινή κι έρημη κι Εκείνη, η Νεράϊδα που ονόμαζε τον Κάτω Τόπο, Κουκκιδίτσα, θα κυνηγούσε πάντοτε τα λευκά πέταλα των λουλουδιών του, όπως κυνηγάει κανείς ένα Άπιαστο Όνειρο!

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

ΣΑΝ ΟΝΕΙΡΟ









Ενιωθε τόσο αβοήθητη, μπροστά σε εκείνο το βλέμμα.Βλέμμα βαρύ. Βλέμμα βαθύ.
Βλέμμα που μιλούσε, που τα ‘λεγε όλα! Φοβήθηκε τόσο πολύ, που δεν τολμούσε
να κοιτάξει.Φοβήθηκε τη δύναμή της, γιατί μέσα απ’ το βλέμμα του, αντίκρυζε κάτι
από εκείνην.Κάτι που την τρόμαζε χρόνια τώρα και δεν την άφηνε να δεί καθαρά.
Να κοιτάξει αυτό που απέφευγε.Την αλήθεια της!Την αλήθεια του!
Γιατί οι ανθρώποι, φοβόμαστε τόσο πολύ την αλήθεια, άραγες?
Να λοιπόν, μια Αλήθεια, με τη μορφή Ερώτησης, που σίγουρα αξίζει να
Απαντηθεί.
Το αίνιγμα, δεν άργησε να λυθεί ή μάλλον καθυστέρησε λίγο, αλλά σίγουρα
απέδωσε.Της απάντησε με τα μάτια του ξανά και ξανά.Της απάντησε και με
Τα φιλιά του.Της απάντησε και με την σιωπή του,ιδίως με αυτήν!
Της απάντησε με τον Έρωτα του και με το Χαμόγελό του, που ήταν λίγο, μα
αρκετό για να το προσέξει, να το αποτυπώσει, να το κρατήσει, να το νιώσει!!
Κι όμως γι ακόμη μια φορά, παρότι η Καρδιά της, της είπε την Αλήθεια, δεν άκουσε!
Η Δειλία της ξεδιπλώθηκε αδιάντροπη ξανά και γύρισε την πλάτη της! Έφυγε!!
Ίσως να μην πίστεψε πώς υπάρχει τόση ομορφιά! Όχι, ήταν ένα Όνειρο!
Σίγουρα θα πρέπει να ήτανε ένα Όνειρο! Κι άν όμως όχι?
Δεν ήταν υποχρεωμένη να μάθει? Η απάντηση ήρθε γρήγορα. Ήταν!
Ήταν υποχρεωμένη, ναί! Όχι σε εκείνον, ούτε στον εαυτό της, αλλά, ήταν
Υποχρεωμένη ώς πρός την Αλήθεια!
Γιατί, η Αλήθεια δεν είναι επιθυμία, αλλά Χρέος!!
Και τώρα που είχε καταλάβει, τώρα που της είχαν μιλήσει τα μάτια του, τώρα
Που της είχε μιλήσει η σιωπή του, τώρα που της είχε μιλήσει η ανάσα του, τα
Χέρια του, τα μαλλιά του,τα φιλιά του, το χαμόγελό του!.
Τώρα ήταν έτοιμη! Έτοιμη για να μάθει.Να ακούσει.Να δεί!!
Να λυτρωθεί!!!
Να λυτρωθεί, απ’ τα Ψέματα ολωνών!Μα περισσότερο από το Ψέμα το Δικό
Της!Το ψέμα που έθρεφε 33 χρόνια τη δειλία της, που έθρεφε 33 χρόνια τις
Ανόητες ενοχές της, που την έθρεφε με Ψευδαισθήσεις!!
Το Ψέμα, που τόσο παραδόπιστα και τόσο μαζοχιστικά,κρατούσε για Αλήθεια!
Μια «αλήθεια», που της στέρησε το σώμα της, την ψυχή της, το μυαλό της...
...όχι ! Όχι αυτή τη φορά.Η Λευκή Βαρκούλα με τη γαλάζια σημαιούλα, για οδηγό
Της,έπλεε στα Ανοιχτά!!Την έβλεπε,της έκανε σινιάλο! Προλάβαινε!! Ναι! Κοίτα την!
Κοίτα πως κουνιέτε απαλά και ακούραστα! Κοίτα η Αλήθεια πώς ξεπροβάλλε απ’ το
Ανοιχτό Πέλαγος!!! Έλα! Προλαβαίνεις κι εσύ!Όλοι προλαβαίνουνε.ΈΛΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ
ΤΙ ΠΕΡΙΜΕΝΗΣ:. Δεν Υπάρχει κάτι για να περιμένης.Φεύγα, εμπρός!!!
Πάψε να κοιτάς πίσω σου τη Ξέρα! Η Αλήθεια πλέει μπροστα!Στ’ Ανοιχτά!!!




Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

9 IOYLIOY 2002

Κόκκινες Ανταύγειες χορεύουνε στο νού
κοιτάνε να τρυπώσουνε,
παντού και πουθενά.
Γλυκαίνουν οι σκέψεις, βαραίνουν τα μάτια...
Σκοτάδι- Φώς και Χρώματα
γίνονται Ένα!
Παρασέρνοντας τα Όνειρα σ' ένα χορό Μαγικό
μακριά από δώ!
Κάπου αλλού, σ' άλλη ζωή, παλιά ή καινούργια!
Φωνές ακούγονται!!!
Σχίζουν τον Άνεμο που λυσσομανά,
να τρέξει, να σαρώσει, να σηκώσει ό,τι βρεί γύρω του!
Να μπερδευτούν μαζί όλα...
Φωνές-Χρώματα-Ζωές-Σκοτάδι-Όνειρα
και μετά Καπνός!
Τα πάντα χάνονται, έτσι όπως ακριβώς εμφανίστηκαν,
ξαφνικά, αναπάντεχα, ακαριαία.
Σαν Κεραυνός!
Κάνει ένα μεγάλο Μπούμ!!!
Και μετά Σιωπή.....


Τετάρτη 1 Ιουνίου 2011

ΑΛΗΘΕΙΑ Ή ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ; ΕΣΥ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙΣ!

Μια Φορά κι Έναν Καιρό, στην μακρινή Χώρα Αναντάμ-Παπαντάμ, που πήρε τ' όνομά της  απ' τον βασιλιά Αναντούμ-Παπαντούμ-Ντάμ-Ντούμ, ο οποίος δεν υπήρχε πιά στη ζωή και τον είχε διαδεχτεί, ο μονάκριβος γιός του, Αναπαπαντάμ-Ντούμ-Ντάμ, είχε πέσει μια Βαριά Κατάρα!
Αστεία τα ονόματα των βασιλιάδων της, ε; Και της Χώρας! Αναντάμ-Παπαντάμ;
Κι όμως, αυτά που συνέβησαν στη Μακρινή Χώρα, Αναντάμ-Παπαντάμ, που ίσως εντέλει να μην είναι και τόσο Μακρινή, δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου αστεία.
Οι Κατάρες, όπως ίσως γνωρίζετε ή τέλοςπάντων υποψιάζεσται ή άς πούμε, πως δεν κάνετε ούτε το' να ούτε τ' άλλο, δεν πέφτουν από μόνες τους! Αλλα μάλλον θα λέγαμε, πώς προκαλούνται μέσα από κάποιες καταστάσεις,  τις οποίες δημιουργούν, με πολύ δεξιότεχνη ραδιουργία, κάποιοι ικανότατοι και ταλαντούχοι Ειδικοί! Βέβαια όπως θα διαπιστώσετε, διαβάζοντας παρακάτω, καλό θα είναι τις ικανότητες μας και τα ταλέντα μας, οι άνθρωποι, να τα χρησιμοποιούσαμε, κατά πως πρέπει και για καλό σκοπό, αλλά δεν ξέρω τί φταίει και δεν γίνετε ακριβώς έτσι.
Αλλά καλύτερα να συνεχίσω:
Οι Ειδικοί λοιπόν αυτοί, ονομάζονται, Ειδικευμένοι-Καταχραστές! Ούπς!!! Συγνώμη,λάθος! Ο  Χ, παραγράφεται. Είναι σα να λέμε, ο Άγνωστος-Γνωστός σου Χ! Τεσπά, να μην σας μπερδεύω. Εχουμε λοιπόν να κάνουμε με Ειδικευμένους -Καταραστές, μιας και αναφερόμαστε σε Κατάρες!
Για υτό, ίσως είναι προτιμότερο, να μην δώσουμε αστείο όνομα στη Χώρα μας, άν και εκείνη δεν θα είχε καμμιά αντίρρηση, γιατί ήταν μια πολύ χαρούμενη και γελαστή Χώρα,πρότου την βρεί η Κατάρα, αλλά λογω των συνθηκών, θα την ονομάσουμε, η Καταραμένη Χώρα!
Η Καταραμένη Χώρα λοιπόν, προτού γίνει Καταραμένη, ήταν παρα πολύ όμορφη!!!Απ ότι γνωρίζω και απ' ότι μου έχουν πεί και έχω διαβάσει, όμως λόγω της Κατάρας, άρχισε σιγά-σιγά, να ξεθωριάζει!
Είχε πλούσια και μεγάλη βλάστηση, με κάθε λογής παράξενα και πολύ σπάνια λουλούδια και πολλά όμορφα και ψηλά δέντρα , καθώς κι ένα σωρό χρήσιμα φυτά!!!Οι εύγευστοι και οι σαρκώδεις καρποί των δέντρων, έτρεφαν όλους τους κατοίκους της Καταραμένης Χώρας και τόσο άφθονοι, που ήταν, άρχισαν αργότερα να τρέφουν κι άλλους κατοίκους, που έμεναν έξω από κείνη τη χώρα!
Επίσης, είχε και πάρα πολλά ζώα! Τα πιό όμορφα και τα πιό ενδιαφέροντα!!! Και ακόμα είχε και έναν τεράστιο κατακόκκινο Ήλιο , για να ζεσταίνει τις καρδιές των ανθρώπων! Όχι των κατοίκων της, γιατί εκείνοι είχαν ήδη ζεστες καρδιές, αλλά των άλλων ανθρώπων! Φανταστείτε πόσο μεγαλος ήταν ο Ήλιος της! Η Καταραμένη Χώρα λοιπόν, πρίν τη Κατάρα, είχε τεράστιο μεγαλείο και χάρη! Ήταν πλούσια, καλόκαρδη, ειρηνικη και ζεστή!!!
Όμως οι Ειδικοί Καταραστές, που είπαμε προηγούμενα,ζηλέψαν την τόση της ομορφιά και όλα αυτά τα υπέροχα φυτά και δέντρα και τα όμορφα ζώα, ήθελαν να τα κάνουν δικά τους! Κι έτσι, μηχανεύτηκαν ένα σωρό τρόπους, και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έριξαν την βαριά Κατάρα, πάνω στην Χώρα!
Από τότε, τα ζώα της Χώρας, άρχισαν να λιγοστεύουν και μερικά απ αυτά, τα πήραν οι Ειδικοί Καταραστές και τα φυλάκισαν και άλλα τα μετέτρεψαν σε ακροβάτες και άλλα σε κλόουν! Ναί όσο περίεργο κι άν ακούγεται, Ζώα-Κλόουν!! Κι όσα απέμειναν στην Καταραμένη Χώρα, δεν είναι τόσο όμορφα και τόσο δυνατά, όπως παλιά, εξόν απ το βλέμμα τους!!! Εκείνο μένει πάντοτε δυνατό!
Επίσης η Καταραμένη Χώρα, έχει και πιο λίγα δάση πιά, αλλα παραυτά , όσα δέντρα και φυτά έχουν απομείνει, δεν εχουν χάσει ολότελα τη νοστιμιά τους, όμως δεν μπορούν να θρέψουν όλους τους κατοίκους της! Αν η Κατάρα συνεχιστεί, η Καταραμένη Χώρα , θα πάει χαμένη και μαζί της θα χαθούν κι άλλες χώρες,γιατί οι Κατάρες έχουν τη τάση ν' απλώνονται!!!
Για υτό θα πρέπει να βάλουμε όλοι μας, ένα χεράκι για να σπάσουμε την Κατάρα!
Μπορούμε απλά και όμορφα να φροντίζουμε τα δέντρα και τα λουλούδια, με λίγο καθαρό νεράκι και έπίσης να τους μιλάμε! Γιατί όταν μιλάμε στα λουλούδια εκείνα χαίρονται και μεγαλώνουν πιο γρήγορα για να μας ευχαριστήσουν!Κι ακόμα μπορούμε να στέλνουμε, στους κατοίκους της Καταραμένης Χώρας, την αγάπη μας  ή ακόμα καλύτερα, πόσιμο νερό ή φάρμακα ή έστω λίγα δάκρυα, κάτι είναι παραπάνω από την αδιαφορία μας! Κι ακόμη, καλό θα ναι, να φροντίζουμε τα ζωάκια και να μην τα φοβόμαστε ή να τα σιχαινόμαστε και όταν μπορούμε ,να τους χαρίζουμε αγάπη  και χάδια και άν έχουμε και ΄λιγο φαγάκι. Κι ακόμα, να μην ξεχνάμε να προσευχόμαστε! Δεν χρειάζονται πολλά λόγια, αυτά τα κατεβατά εκκλησιαστικά τροπάρια δεν εχουν βοηθησει και ιδιαίτερα! Άσε που έχουν και βαρύγδουπες λέξεις και σε μπερδεύουν! Κατα την ταπεινή μου άποψη, ένα Ευχαριστώ και Μια ειλικρινής Συγνώμη, είναι οι πιό όμορφες προσευχές!! Παράξενες και σύντομες ε; Αλλα΄αποδίδουν , όταν λέγονται από καρδιάς!
Λοιπόν , νομίζω πως αυτή ήταν η ιστορία μας, δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο γ την ώρα, οπότε...ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!! Σίγουρα πολύ καλύτερα!
Τώρα δε μένει παρά να σας παρακαλέσω , να σκεφτείτε κι εσείς καποιους τρόπους, που θα βοηθήσουν να σπάσει η Κατάρα και αναλόγως τους μοιραζόσαστε ή απλά τους πράττετε, ακόμα καλύτερα! Είναι μια βοήθεια, για όλους μας!!! Τί άλλο;
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΑ ΤΑΠΕΙΝΟ ΣΥΓΝΩΜΗ, ΑΝ ΣΑΣ ΚΟΥΡΑΣΑ!
ΦΙΛΙΑ!!!














KALO MHNA